ἐξαφανίζει

ἐξαφανίζει
ἐξαφανίζω
destroy utterly
pres ind mp 2nd sg
ἐξαφανίζω
destroy utterly
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αποεαρινοποίηση — η βοτ. διαδικασία που εξαφανίζει τα αποτελέσματα της εαρινοποίησης …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • δαπανηρός — ή, ό (AM δαπανηρός, ά, όν) [δαπάνη] 1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα 2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος αρχ. φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει …   Dictionary of Greek

  • μελάνι — το (ΑM μελάνιον, Μ και μελάνιν και μελάνι) η μελάνη νεοελλ. φρ. «αμολάει μελάνι» ή «χύνει μελάνι» ξεφεύγει, θολώνει τα νερά, εξαφανίζει τα ίχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελάν ιον < μέλαν, ουδ. τού επιθ. μέλας + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • μεταξοτυπία — Σύστημα εκτύπωσης γνωστό στους Κινέζους από την αρχαιότητα. Ως μήτρα χρησιμοποιείται ένα κομμάτι καθαρού μεταξωτού υφάσματος τεντωμένο σε τελάρο, επάνω στο οποίο γίνεται το σχέδιο με λιπαρά μολύβια ή μελάνια. Στη συνέχεια το ύφασμα επιστρώνεται… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • πανδαμάτωρ — ο, θηλ. πανδαμάτειρα, ΝΑ (κυρίως για τον χρόνο και τον ύπνο, αλλά και για δαίμονα, θεό, κεραυνό, καθώς και για την μοίρα) αυτός που δαμάζει, που υποτάσσει ή εξαφανίζει τα πάντα (α. «πανδαμάτωρ χρόνος», Βακχυλ. β. «οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”